Les Vieux Fourneaux/ Tricky Old Dogs κυκλοφορεί στις αίθουσες από 16 Ιουλίου 2020 σε διανομή Filmcenter Trianon. Η ταινία είναι βασισμένη στο πολύ επιτυχημένο κόμικ της Dargaud “Les Vieux Fourneaux” που έχει πουλήσει εκατομμύρια αντίτυπα στη Γαλλία και η επιτυχία συνεχίζεται και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Είναι μια πολύ φρέσκια και δροσερή κωμωδία.
Η Gaumont παρουσιάζει
μια παραγωγή των RADAR FILMS – ÉGÉRIE PRODUCTIONS
ΠΙΕΡ ΡΙΣΑΡ ΕΝΤΙ ΜΙΤΣΕΛ ΡΟΛΑΝ ΖΙΡΟ ΑΛΙΣ ΠΟΛ
ΝΕΟΙ ΕΙΣΤΕ ΚΑΙ ΦΑΙΝΕΣΘΕ
Ποτέ δεν είναι αργά να αναστατώσεις τον κόσμο
Μια ταινία του ΚΡΙΣΤΟΦ ΝΤΥΤΥΡΟΝ
Βασισμένη στο κόμικ LES VIEUX FOURNEAUX
των Βιλφρίντ ΛΟΥΠΑΝΟ και Πολ ΚΟΕ (εκδόσεις DARGAUD)
Σενάριο: ΒΙΛΦΡΙΝΤ ΛΟΥΠΑΝΟ
Διάρκεια: 89’
Στις αίθουσες από τις 16 Ιουλίου
Περίληψη ταινίας:
Βασισμένη στο κόμικ-φαινόμενο!
Ο Πιερό, ο Μιμίλ και ο Αντουάν, τρεις παιδικοί φίλοι, πλέον στα εβδομήντα τους, έχουν κατανοήσει πως τα γηρατειά είναι o μόνος τρόπος να αποφύγεις τον θάνατο. Και είναι αποφασισμένοι να διαβούν αυτό το κατώφλι με στιλ!
Η επανένωσή τους με αφορμή την κηδεία της συζύγου του Αντουάν δεν έμελλε να διαρκέσει πολύ... Όταν βρίσκει κατά τύχη ένα γράμμα, που τον φέρνει σε κατάσταση υστερίας, ο Αντουάν παίρνει τους δρόμους, χωρίς να δώσει την παραμικρή εξήγηση στους φίλους του. Ένα θεότρελο ταξίδι, με αφετηρία τη γενέτειρά του, στη νοτιοδυτική Γαλλία, και τελικό προορισμό την Τοσκάνη, στην Ιταλία, έχει μόλις ξεκινήσει.
Ο Πιερό, ο Μιμίλ και η Σοφί, η εγγονή του Αντουάν που βρίσκεται σε προχωρημένη εγκυμοσύνη, με την κοιλιά έως το στόμα, ρίχνονται στο κατόπι του, για να τον εμποδίσουν να διαπράξει ένα έγκλημα πάθους... με καθυστέρηση 50 ετών!
Συνέντευξη με τον
Κριστόφ Ντυτυρόν
Πώς βρεθήκατε στην καρέκλα του σκηνοθέτη σε αυτή την ταινία;
Κατά τύχη! Το πρότζεκτ είχε σχεδόν «κλειδώσει». Οι βασικοί ηθοποιοί είχαν επιλεγεί, το σενάριο είχε στην ουσία ολοκληρωθεί, οι ημερομηνίες για τα γυρίσματα είχαν οριστικοποιηθεί και το μόνο που έλειπε ήταν ο σκηνοθέτης! Οπλίστηκα λοιπόν με κουράγιο και πήγα να βρω τους δύο παραγωγούς...
Είναι η πρώτη σας σκηνοθετική απόπειρα. Κατά τη γνώμη σας, τι οδήγησε στο να πάρετε αυτή την «ψήφο εμπιστοσύνης»;
Πιθανώς να ήμουν ο μόνος υποψήφιος! (γέλια). Σε κάθε περίπτωση, είμαι ευγνώμων στον Κλεμάν και στον Ματιέ, λίγοι παραγωγοί θα έπαιρναν αυτό το ρίσκο. Η θητεία μου στο θέατρο, όπου έχω συνεργαστεί και με τον Πιερ Ρισάρ, ίσως να έπαιξε κάποιο ρόλο. Έπειτα, τυγχάνει να είμαι και φανατικός οπαδός του συγκεκριμένου κόμικ, το οποίο γνωρίζω από την πρώτη στιγμή της κυκλοφορίας του, το 2015. Από την πρώτη στιγμή, είχα την αίσθηση πως είχα ανακαλύψει ένα διαμαντάκι και, όπως φαίνεται, δεν ήμουν ο μόνος με αυτή την αίσθηση. Το βραβείο κοινού στο Διεθνές Φεστιβάλ Κόμικ του Ανγκουλέμ ήρθε με το καλημέρα για ένα κόμικ που χαρακτηρίστηκε εκδοτικό φαινόμενο. Έφτασα μάλιστα στο σημείο όχι απλώς να το διαβάζω ξανά και ξανά, αλλά να το χαρίζω στους φίλους ως δώρο γενεθλίων.
Τι ήταν αυτό που σας γοήτευσε σε αυτό το πρώτο άλμπουμ της σειράς;
Τα πάντα! (γέλια). Με την πρώτη ματιά, σίγουρα το σχέδιο. Οι χαρακτήρες του Πολ Κοέ, η λεπτομέρεια στο στήσιμο του κάθε καρέ, η αβίαστη ροή, η υποδειγματική αίσθηση ρυθμού στην ανάγνωση. Πρόκειται για ένα γνήσιο τέκνο της γαλλο-βελγικής σχολής που θαυμάζω απεριόριστα, αλλά την ίδια στιγμή διαθέτει τη δική του ξεχωριστή προσωπικότητα, ένα στιλ μοναδικό, διαφορετικό από οτιδήποτε άλλο: δεν αντιγράφει τίποτα και κανέναν, σπάνια συναντά κανείς αυτή την ιδιότητα. Φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε και τη μαγευτική γλώσσα του Λουπανό: περιπαικτική, κεφάτη, αναρχική, τολμηρή, ανυπάκουη, νοσταλγική και γεμάτη ανθρωπιά. Κι όλα αυτά δοσμένα σε έναν τόνο πολυλογίας που αγαπώ ιδιαίτερα, διότι μου θυμίζει την καταγωγή μου από εκείνα τα μέρη της νοτιοδυτικής Γαλλίας.
Στην ταινία, οι πρωταγωνιστές μιλούν ακριβώς όπως και στο κόμικ. Η σύνταξή τους είναι πλούσια, οι λέξεις τους προσεκτικά διαλεγμένες, οι φράσεις τους ολοκληρωμένες. Ακόμη κι αν αυτά τα στοιχεία επιβιώνουν στον γραπτό λόγο, σε καμία περίπτωση δεν εκφραζόμαστε με αυτόν τον τρόπο στον προφορικό λόγο...
Οι χαρακτήρες έχουν το στιλ ομιλίας που ταιριάζει στην ηλικία τους, βγάζοντας επιδεικτικά τη γλώσσα στη σύγχρονη τάση! Σήμερα, από φόβο μήπως χαρακτηριστούμε «λογοτεχνίζοντες» ή από πρεμούρα για να πετύχουμε μια «φυσικότητα», έχουμε καταλήξει να βάζουμε ψαλίδι στη γλώσσα, να υποβαθμίζουμε τον τρόπο με τον οποίο εκφραζόμαστε. Είναι πολύ κρίμα, διότι δεν είναι λίγοι οι άνθρωποι, μεταξύ των οποίων και εγώ, που νοσταλγούν τους διαλόγους «παλαιάς κοπής». Όταν έγινα κομμάτι του όλου πρότζεκτ, το γράψιμο του σεναρίου δεν είχε ολοκληρωθεί. Ο Βιλφρίντ περίμενε να γνωρίσει τον σκηνοθέτη (ή τη σκηνοθέτιδα) της ταινίας για να δώσει στο σενάριο την τελική του μορφή. Δουλέψαμε μαζί, λοιπόν, σε πολύ εντατικούς ρυθμούς.
Με ποιον τρόπο;
Τα πάντα ήταν ήδη έτοιμα, εγώ απλώς έκανα παρεμβάσεις όσον αφορά τη δομή. «Έσφιξα τις βίδες», όπως λέει και ο Βιλφρίντ. Προσπάθησα να ενσωματώσω την πλοκή του κάθε χαρακτήρα γύρω από μια κοινή θεματική και έναν κοινό άξονα ώστε να υπάρξει μια ραχοκοκαλιά που θα διατρέχει το σύνολο της ταινίας. Η κοινή αυτή θεματική έγκειται στην ξεχωριστή σχέση που αναπτύσσει ο κάθε χαρακτήρας με το παρελθόν. Ο ένας δραπετεύει από αυτό, ο άλλος επιλέγει να το αγνοεί, ο τρίτος επιθυμεί διακαώς να το επανορθώσει δια τη βίας, και η νεαρή κοπέλα αναρωτιέται τι ποιος είναι εντέλει ο ρόλος της μέσα σε όλο αυτό τον χαμό. Ο στόχος μου δεν ήταν άλλος από το να αναδείξω το σύμπαν της ιστορίας, και σε καμία περίπτωση να αλλοιώσω το περιεχόμενό της ή να το οικειοποιηθώ έστω και στον ελάχιστο βαθμό. Όντας κατά βάση σεναριογράφος, τρέφω απεριόριστο σεβασμό για την ιδιότητα του συγγραφέα. Ο Βιλφρίντ το αντιλήφθηκε και συνεργαστήκαμε άψογα.
Κατά την προετοιμασία της ταινίας, είχατε στο μυαλό σας τους θαυμαστές του συγκεκριμένου κόμικ;
Προφανώς, αφού ανήκω και εγώ σε αυτούς! (γέλια). Όπως και να έχει, προσπάθησα να απαλείψω τη δυσπιστία τους και να μην τους δώσω αφορμές για να δυσαρεστηθούν. Είχα, βέβαια, έναν εκπληκτικό άσσο στο μανίκι: ο Βιλφρίντ Λουπανό υπέγραφε το σενάριο της ταινίας! Όταν ένας συγγραφέας εμπλέκεται προσωπικά στη μεταφορά του έργου του, αυτομάτως ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος να υπάρξουν αποκλείσεις ή εκπτώσεις σε σχέση με το πρωτότυπο υλικό!
Από την πλευρά μου, κατέβαλα προσπάθειες ώστε η ταινία να μην περιορίζεται σε μια απλή οπτική ανακατασκευή του κόμικ. Στα κόμικ, ο αναγνώστης επιβάλλει τον δικό του ρυθμό, γεμίζει ο ίδιος τα κενά ανάμεσα στα καρέ. Ο θεατής μιας ταινίας, από την άλλη, όχι. Η δυσκολία, λοιπόν, εντοπίζεται στο να μείνεις πιστός όχι σε αυτό που φαίνεται, αλλά –όσο και να ακούγεται παράδοξο– σε αυτό που δεν φαίνεται! Προσπάθησα να μην απομακρυνθώ από την αρχική εντύπωση που σχημάτισα όταν πρωτοδιάβασα το κόμικ, από όλα τα στοιχεία που με έκαναν να το αγαπήσω. Στη συνέχεια, το ζήτημα ήταν με ποιο τρόπο οι ήρωες θα ξέφευγαν από τα όρια του χαρτιού και θα αποκτούσαν κινηματογραφική υπόσταση. Ήταν απαραίτητο να χτίσω μια τρίτη διάσταση. Παρά το γεγονός ότι οι χαρακτήρες του συγκεκριμένου κόμικ διαθέτουν χαρακτήρα και προσωπικότητα, είναι αναγκαίο να τους συνδέσουμε με μία πραγματικότητα, να τους προσφέρουν ένα πλαίσιο αναφοράς, να τους προσδώσουμε μια «ανθρώπινη» διάσταση, μια συνοχή, μια αίσθηση συνέχειας, ώστε να βοηθήσουμε τους ηθοποιούς που θα τους δώσουν σάρκα και οστά στη μεγάλη οθόνη.
Όσον αφορά το αμιγώς οπτικό σκέλος της ταινίας, ποια κατεύθυνση ακολουθήσατε;
Με τον Λοράν Μασουέλ, τον επικεφαλής οπερατέρ, δεν θέσαμε ως στόχο να ανασυστήσουμε κατά γράμμα το οπτικό σύμπαν του κόμικ, αλλά να αποτυπώσουμε το πνεύμα του. Θέλαμε να αποδώσουμε τη λογική των καρέ που διέπει τα κόμικ, δίνοντας έμφαση στα στατικά πλάνα, μια επιλογή που παραπέμπει όχι μόνο στα κόμικ, αλλά και στις σπουδαίες κλασικές κωμωδίες. Με το να βάζεις την κάμερα να ακολουθεί έναν ήρωα στην πραγματικότητα επιβραδύνεις, σχεδόν εκμηδενίζεις, την ορμή του. Τίποτα δεν προσφέρει μεγαλύτερη αίσθηση ρυθμού από την εναλλαγή κάδρων.
Από εκεί και έπειτα, από αισθητική σκοπιά, στόχος μας ήταν να ξεστρατίσουμε λίγο από τη ρεαλιστική πραγματικότητα στην αρχή της ταινίας, όσο ακόμη ο θεατής είναι πρόθυμος να αφεθεί σε έναν άλλο κόσμο, έπειτα να «απογυμνώσουμε» την εικόνα και να δώσουμε έναν πιο ρεαλιστικό τόνο, καθώς το παρελθόν έρχεται να προσγειώσει τους ήρωες στην πραγματικότητα. Αυτό που μας εξέπληξε ήταν ότι στο τέλος, παρότι είχαμε αποστασιοποιηθεί από το κόμικ, πολλές από τις επιλογές μας όσον αφορά το ντεκουπάζ και την αφήγηση των σκηνών αποδείχτηκαν οι ίδιες με αυτές που είχε κάνει ο Πολ Κοέ στα σκίτσα του.
Έπειτα, έπρεπε να διαχειριστούμε και το ζήτημα των φλάσμπακ, που είναι η ψυχή του συγκεκριμένου κόμικ. Στη αρχή υπήρχε η σκέψη για μια αφηγηματική προσέγγιση, για μια αντικειμενική ματιά, δηλαδή να γυρίσουμε ό,τι ακριβώς βλέπαμε στο κείμενο, αλλά σε μια ελαφρά διαφοροποιημένη χρωματική παλέτα. Τελικά, προτίμησα να τους προσδώσω μια υποκειμενική διάσταση ώστε να φέρουν το αποτύπωμα του χαρακτήρα που πραγματοποιεί την εκάστοτε αναδρομή στον χρόνο και να δοθεί προτεραιότητα στο συναίσθημα. Η περιβόητη τρίτη διάσταση που προανέφερα, στην οποία εντάσσονται η ονειροπόληση του Αντουάν, το ξέσπασμα της Σοφί κτλ.
Όταν οριστικοποιήθηκε η δική σας συμμετοχή στο πρότζεκτ, το κάστινγκ είχε ήδη κλείσει. Κατά τη γνώμη σας, τι οδήγησε στην επιλογή των συγκεκριμένων ηθοποιών για τους τρεις πρωταγωνιστικούς ρόλους της ταινίας;
Ειλικρινά, έτσι όπως το βλέπω, δεν τίθεται καν το ερώτημα. Βλέποντάς τους στην οθόνη, σχηματίζω τη βεβαιότητα ότι ήταν καλύτερες επιλογές, τόσο ως σύνολο όσο και ο καθένας ξεχωριστά, για τους τρεις βασικούς ήρωες. Πιστέψτε με, δεν ήταν εύκολο να συνθέσει κανείς ένα τέτοιο πρωταγωνιστικό τρίο. Πρώτα απ’ όλα, έπρεπε να βρεθούν εκείνοι οι ηθοποιοί που θα δέχονταν να ερμηνεύσουν αυτούς τους ρόλους, ηθοποιοί δηλαδή που θα ήταν συμφιλιωμένοι με το ότι ο χρόνος έχει περάσει και για τους ίδιους (γέλια). Έπειτα, οι ηθοποιοί της ταινίας έπρεπε να έχουν κάποια φυσική ομοιότητα με τους ήρωες που σχεδίασε ο Πολ Κοέ, αλλά και να είναι σε αρμονία με τους χαρακτήρες που έπλασε ο Λουπανό. Την ίδια στιγμή, έπρεπε να είναι «συμβατοί» κι ο ένας με τον άλλο, το τρίο έπρεπε να έχει την απαραίτητη χημεία. Ήμασταν πολύ τυχεροί που είχαμε αυτούς τους συγκεκριμένους ηθοποιούς!
Ο Πιερ Ρισάρ, ο Εντί Μιτσέλ και ο Ρολάν Ζιρό δεν είχαν συνεργαστεί ποτέ ξανά στο παρελθόν σε κάποια κινηματογραφική ταινία. Στη διάρκεια των γυρισμάτων, φοβηθήκατε μήπως δεν υπάρξει χημεία μεταξύ τους;
Για να πω την αλήθεια, όχι! Και οι τρεις χαρακτήρες της ταινίας είναι τόσο καλά σκιαγραφημένοι και με τέτοιο βάθος, που δεν υπήρχε κανένα περιθώριο για παρεξηγήσεις και παρερμηνείες. Ήταν πολύ δύσκολο να νιώσει οποιοσδήποτε από τους τρεις τον πειρασμό να μπει στα χωράφια του άλλου. Όσο για την επικοινωνία μεταξύ τους τόσο σε επαγγελματικό όσο και σε φιλικό επίπεδο, δεν είχα την παραμικρή αμφιβολία ότι θα κυλούσε άψογα. Ο Πιερ, ο Ρολάν και ο Εντί έχουν εδώ και χρόνια αποβάλει οποιαδήποτε χροιά εγωπάθειας, αν υποθέσουμε ότι είχαν ποτέ τέτοια ζητήματα. Είναι τρεις άνθρωποι που απολαμβάνουν τη ζωή, προικισμένοι όχι μόνο με ταλέντο, αλλά και με την ικανότητα να γελούν και να μην παίρνουν τον εαυτό τους υπερβολικά στα σοβαρά. Ο μόνος μου φόβος ήταν, καθώς ήταν το σκηνοθετικό μου ντεμπούτο, αν θα γινόμουν εγώ αποδεκτός από αυτούς. Κι εδώ, όμως, φάνηκα τυχερός! Ο Πιερ, με τον οποίο γνωριζόμαστε από παλιά και έχουμε συνεργαστεί σε τρεις θεατρικές παραστάσεις, μου έδωσε ευθύς εξαρχής τις απαραίτητες «συστάσεις» για να γίνω αποδεκτός από ολόκληρο το καστ. Πέρα από σπουδαίος ηθοποιός, όπως όλοι γνωρίζουμε, ο Πιερ είναι και ένας εξαιρετικά γενναιόδωρος άνθρωπος.
Πώς καταφέρατε να μεταμορφώσετε στον Πιερ σε Πιερό, τον Εντί σε Μιμίλ και τον Ρολάν σε Αντουάν;
Στην πραγματικότητα, η κατανομή των ρόλων ήταν τόσο εύστοχη που έκανε αυτή τη διαδικασία αρκετά εύκολη. Από άποψη εξωτερικής εμφάνισης, ο Πιερ φέρνει αρκετά στον Πιερό: το σουλούπι του είναι σαν τηλεγραφόξυλο, έχει κι αυτός άσπρα μαλλιά. Το μόνο που έπρεπε να κάνουμε ήταν να του χτενίσουμε τα μαλλιά προς τα πίσω για να δείχνει λίγο πιο φαλακρός, με τεράστιο μέτωπο, και να του φορέσουμε ένα ζευγάρι χοντρά γυαλιά, με μαύρο ορθογώνιο σκελετό, αντί για κόκκινα στρογγυλά γυαλιά που φορά συνήθως στην κανονική ζωή. Ο Ρολάν μοιάζει επίσης αρκετά με τον χαρακτήρα που υποδύεται, τον Αντουάν. Διέθετε το ανάστημα και αυτό το χαρακτηριστικό σαγόνι, που εκπέμπει μια αυστηρότητα, χρειάστηκε μονάχα να του ζητήσουμε να βάψει τα μαλλιά του κάτασπρα. Στην αρχή, γκρίνιαξε λίγο, εντέλει όμως αυτός ο σπουδαίος ηθοποιός αποδέχτηκε αυτή τη μικρή θυσία δίχως να προβάλει ιδιαίτερες αντιρρήσεις. Ο χαρακτήρας που μας δημιούργησε τα περισσότερα προβλήματα ήταν αυτός του Μιμίλ, τον οποίο υποδυόταν ο Εντί. Στο κομίκ, ο Μιμίλ είναι ένας κοντός και φαλακρός χοντρούλης, μια εικόνα δηλαδή πολύ μακριά από την αγέρωχη κορμοστασιά και την αρρενωπότητα του «Εντί Μίτσαμ», όπως μου αρέσει τον αποκαλώ χαριτολογώντας. O χαρακτήρας του Εντί αποπνέει δυναμισμό, όμως το βασικό κωμικό χαρακτηριστικό των ηρώων είναι ότι πρόκειται για τρεις γεράκους που δεν λένε να κλείσουν το στόμα τους. Έπρεπε, λοιπόν, να διορθώσουμε αυτή την αντίφαση, να του βρούμε ένα «ελάττωμα» με το οποίο θα συνδεόταν αυτόματα ο θεατής. Πέρα λοιπόν από την καμπουριαστή στάση και το ότι έδειχνε κάπως ετοιμόρροπος, το στοιχείο αυτό ήταν η ολίγον αστεία –καθότι εκ των προτέρων καταδικασμένη– προσπάθειά του να φανεί νέος. Ακόμη δεν μπορώ να πιστέψω ότι ο Εντί δεν έφερε την παραμικρή αντίρρηση σε αυτή την κατάμαυρη βαφή μαλλιών και αυτό το μουστάκι, που είχε σχεδιαστεί με μολύβι.
Γνωρίζατε τον Πιερ από παλιά, όχι όμως και τους άλλους δύο πρωταγωνιστές. Υπήρξε κάτι πάνω τους που σας προξένησε έκπληξη όταν εντέλει τους γνωρίσατε;
Γνωριζόμασταν μεν με τον Πιερ, αλλά τον είχα δει να δουλεύει μονάχα σόλο, και μέσα από αυτή τη καινούργια συνεργασία ήταν που ανακάλυψα ότι διαθέτει ένα εκπληκτικό ομαδικό πνεύμα. Ήταν η ψυχή της πρωταγωνιστικής τριάδας, αλλά και ολόκληρου του καστ. Το παίξιμό του είναι γενναιόδωρο, αλλά και εξωπραγματικά σχολαστικό. Όσο για τους άλλους δύο της παρέας, δεν μπορώ να πω ότι υπήρξε κάποια «έκπληξη», απλούστατα επειδή δεν γνώριζα ούτως ή άλλως τι να περιμένω από αυτούς. Αυτό που με άφησε πάντως άναυδο ήταν το νεανικό τους σφρίγος. Πρόκειται για ανθρώπους χορτασμένους από την καριέρα τους, την προσωπική τους διαδρομή, τη δημόσια εικόνα τους, τα χρόνια που κουβαλάνε στην πλάτη, οι οποίοι όμως εκπέμπουν μια χαλαρότητα και μια όρεξη σχεδόν παιδική. Δεν κυκλοφορούν με τον αέρα του διάσημου, ίσα ίσα το αντίθετο. Δεν κάνουν φιγούρα, ούτε περιαυτολογούν, ακριβώς επειδή δεν κυνηγάνε πλέον κάτι, δεν έχουν να αποδείξουν τίποτα σε κανέναν. Έχουν κρατήσει πλέον την ουσία: τη ζωή, την επαφή με τους άλλους, την ευχαρίστηση που προσφέρει το ποτό, το καλό φαγητό, το γέλιο. Στο πλατό, να φανταστείτε, πιο συχνά έπρεπε να τους επαναφέρω στην τάξη, παρά να τους παρακινήσω. Φυσικά, αυτή η δίψα για ζωή δεν τους εμποδίζει να είναι τρελοί δουλευταράδες. Ας μην ξεχνάμε ότι έχουν όλοι τους θητεύσει στο θέατρο. Επιδεικνύουν, επομένως, και οι τρεις τρομερό ζήλο στη δουλειά τους.
Θα θέλαμε και δυο λόγια για την Αλίς Πολ, που ερμηνεύει έναν ρόλο κομβικής σημασίας στην ταινία…
Έναν ρόλο σημαντικό και δύσκολο, που απαιτεί λεπτούς χειρισμούς. Ο χαρακτήρας της δεν είναι απλώς ο τέταρτος σωματοφύλακας της παρέας, αλλά λειτουργεί ως αντίβαρο. Ήταν, λοιπόν, αναγκαίο να μην παρασυρθεί από τη «συμμορία των τριών». Γνωρίζοντας το κωμικό εκτόπισμα της Αλίς, ήταν μια πρόκληση να της θέσουμε όρια και να την καθοδηγήσουμε προς μια πιο εσωτερικευμένη ερμηνεία. Η ίδια υπήρξε υπόδειγμα προσήλωσης, ταπεινότητας, προθυμίας και... ταλέντου, βρίσκοντας με συνοπτικές διαδικασίες τον δικό της χώρο ανάμεσα στους τρεις βασικούς πρωταγωνιστές.Στο ζενερίκ παρατηρούμε πως έχετε υπογράψει τη μουσική της ταινίας...
Ναι, αναλαμβάνω την «ευθύνη» για τα μουσικά θέματα της ταινίας (γέλια). Για να είμαι πάντως τελείως ειλικρινής, δεν θεωρώ τον εαυτό μου συνθέτη, απλώς σκαρώνω κάποιες μελωδίες στο πιάνο, τις οποίες και μοιράζομαι με τον Γιανίκ Ουνιέ, ο οποίος είναι αληθινός μουσικός. Μας αρέσει να πειραματιζόμαστε με τα μουσικά θέματα, σε διάφορες παραλλαγές και διάφορους ρυθμούς, αναζητώντας τον κατάλληλο τόνο και ήχο, ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο θέλουμε να τα χρησιμοποιήσουμε, και ο Γιανίκ αναλαμβάνει την ενορχήστρωση. Όπως συνηθίζω να λέω, του δίνω απλώς νότες και αυτός τις μετατρέπει σε μουσική. Έχοντας συνεργαστεί μαζί του, ακολουθώντας αυτή τη μέθοδο, στο θέατρο και την τηλεόραση, σκέφτηκα να επεκτείνουμε τη συνεργασία μας και σε αυτή την ταινία. Δεν θα είχα βρει, όμως, ποτέ αυτό το κουράγιο αν δεν υπήρχε ο Γιανίκ.
Η μουσική της ταινίας θυμίζει πολύ έντονα τη δεκαετία του ’70…
Ήθελα τα μουσικά θέματα της ταινίας να φέρνουν στο νου τη γοητεία εκείνης της περιόδου, στην οποία οι τρεις ήρωες βρίσκονταν στα καλύτερά τους χρόνια. Ήθελα, επίσης, κάθε θέμα να αντιστοιχεί σε έναν από τους βασικούς χαρακτήρες της ταινίας. Έτσι λοιπόν συνθέσαμε τέσσερα θέματα, το καθένα με διαφορετική ενορχήστρωση. Αυτό της Λουσέτ είναι αρκετά άχρονο, της Μπερτ είναι περισσότερο νοσταλγικό, εκείνο της Σοφί πιο φυσικό, λιγότερο επιτηδευμένο, με την κιθάρα να κυριαρχεί, και τέλος, το μουσικό θέμα των τριών βασικών πρωταγωνιστών: και οι τρεις τους έχουν σκελετούς στην ντουλάπα, επομένως το μουσικό τους θέμα έχει μια ενορχήστρωση λίγο πιο πομπώδη, που παραπέμπει ξεκάθαρα στη δεκαετία του ’70. Το θέμα αυτό είναι το μόνο που εξελίσσεται στη διάρκεια της ταινίας, ανάλογα με την πλοκή. Γίνεται κατά σειρά παιχνιδιάρικο, δυναμικό, μελαγχολικό, παίρνει μια ιταλική χροιά κτλ...
Σε ποιο κινηματογραφικό είδος θα κατατάσσατε την ταινία;
Γιατί να βάλουμε ταμπέλες; Είναι μια αστεία ιστορία με απλούς καθημερινούς ανθρώπους που βρίσκονται αντιμέτωποι με μεγάλες προκλήσεις: τη ζωή, τον έρωτα, τον θάνατο, την προδοσία, το πέρασμα του χρόνου. Δεν υπάρχει κάποιο κουτάκι στο οποίο να μην βάζεις «τικ» βλέποντας την ταινία. Οι παραγωγοί την χαρακτηρίζουν λαϊκή κωμωδία, για τον Βιλφρίντ είναι ένα επαρχιώτικο μελόδραμα δρόμου. Κατά βάθος, κανένας από τους δύο δεν έχει άδικο.
Τι θα θέλατε να εισπράξουν οι θεατές που θα παρακολουθήσουν την ταινία σας;
Αυτό που θα ήθελα είναι να έχει αλλάξει η οπτική τους για τα γηρατειά, χάρη στην ταινία. Αυτοί οι τρεις τύποι είναι αξιολάτρευτοι, είναι τόσο μα τόσο αστείοι και τόσο ελεύθεροι! Καθώς μεγαλώνουμε, ξεφορτωνόμαστε τα ψεύτικα λούσα της κοσμιότητας, της ευπρέπειας και της επιτήδευσης. Είμαστε πλέον απαλλαγμένοι από την υποχρέωση να φανούμε γοητευτικοί και πορευόμαστε χωρίς βαρίδια. Κατά βάθος, αυτό που θα ήθελα να νιώσουν οι θεατές είναι ότι τα γηρατειά κρύβουν κι αυτά κάποια θέλγητρα, ότι ακόμη και τότε μπορεί ένας άνθρωπος να σκεφτεί ότι τα καλύτερα είναι μπροστά του.
Ποια είναι τα προσεχή σας σχέδια;
Έχω γράψει ένα σενάριο από κοινού με τη σύντροφό μου, η οποία θα σκηνοθετήσει και την ταινία. Βρισκόμαστε στο τελικό στάδιο προετοιμασίας πριν την έναρξη των γυρισμάτων. Η ταινία θα έχει τον τίτλο Belle-fille. Ίσως να υπάρχει κι ένα θεατρικό πρότζεκτ στα σκαριά, σε συνεργασία με τον Πιερ. Είναι όμως ακόμη πολύ νωρίς για να πω περισσότερα.
Πιερ Ρισάρ
(Πιερό)
Δεν είμαι φανατικός αναγνώστης των κόμικ, αν εξαιρέσεις τις Περιπέτειες του Τεντέν, που τις είχα ξεκοκαλίσει ως παιδί, καθώς και δυο-τρία άλλα κόμικ, όπως το Blueberry, τις ιστορίες του Gaston Lagaffe, τον οποίο και είχα υποδυθεί πριν από καμιά τριανταριά χρόνια σε μία ταινία, ή κάποιες παραγωγές του Ενκί Μπιλάλ. Όταν λοιπόν διάβασα το σενάριο της ταινίας, δεν είχα την παραμικρή ιδέα για το περιεχόμενό της. Καθώς υπήρχε η λέξη «γέρος» στον τίτλο, είχα αρχικά τις επιφυλάξεις μου: φοβήθηκα μη τυχόν ήταν ένας από εκείνους τους ρόλους τους οποίους αρνούμαι συστηματικά, των ηλικιωμένων που είναι καθηλωμένοι στο κρεβάτι με ορό και μετά βίας περπατάνε, με τη βοήθεια κάποιου «πι». Δεν έχω κανένα πρόβλημα να υποδύομαι ηλικιωμένους, με την προϋπόθεση ότι είναι ήρωες πλακατζήδες, αντικομφορμιστές, πειραχτήρια, επαναστάτες, χαρακτήρες που με κάποιο τρόπο, τέλος πάντων, κάνουν τη ζωή δύσκολη σε όσους βρίσκονται γύρω τους. Με τον Πιερό, πέτυχα το τζακ-ποτ!
Ενθουσιάστηκα ακόμη περισσότερο όταν διαπίστωσα πως αυτός ο ιδιότροπος γερο-επαναστάτης είχε για συντροφιά δύο τύπους φτιαγμένους από την ίδια πάστα, καθώς και ότι οι περιπέτειες των τριών φίλων είχαν τη μορφή ενός απίθανου road movie που ξεκινούσε από το νοτιοδυτικό άκρο της Γαλλίας φτάνοντας μέχρι την Τοσκάνη της Ιταλίας, σε μια διαδρομή εκρηκτική και ανατρεπτική, στα όρια του μπουρλέσκ, δομημένη στην εντέλεια, χωρίς κενά ή αδυναμίες. Το κερασάκι στην τούρτα ήταν οι εξαιρετικοί διάλογοι, που μου έδιναν την εντύπωση πως διαβάζω κάποιο σενάριο του Μισέλ Οντιάρ ή κάποιο θεατρικό του Αλφόνς Μπουντάρ.
Το κόμικ, το οποίο και λάτρεψα, με συνεπήρε σχεδόν αστραπιαία. Αντιλήφθηκα πολύ γρήγορα γιατί η ταινία και το κόμικ διέθεταν το ίδιο χιούμορ και την ίδια ανατρεπτική γοητεία: ο δημιουργός του κόμικ και ο σεναριογράφος της ταινίας ήταν το ένα και το αυτό πρόσωπο, ο Βιλφρίντ Λουπανό! Κάνω αυτή τη διευκρίνιση για τους θαυμαστές του κόμικ, οι οποίοι έχουν πάντα –και πολύ συχνά όχι άδικα– τον φόβο ότι η μεταφορά του αγαπημένου τους κόμικ στη μεγάλη οθόνη από έναν σκηνοθέτη που σχετίζεται με αυτό θα επιφέρει εκπτώσεις στο περιεχόμενό του.
Πέρα από την προοπτική να υποδυθώ τον Πιερό, έναν χαρακτήρα ιδιόρρυθμο, ονειροπόλο και κακοτυχισμένο, ο οποίος δεν διέφερε καθόλου από τους συνηθισμένους μου ρόλους, αυτό που με συνάρπασε σε αυτή την περιπέτεια ήταν ότι θα είχα την ευκαιρία να συνεργαστώ με τον Εντί Μιτσέλ και τον Ρολάν Ζιρό. Αν και δεν είχα συνεργαστεί ποτέ μαζί τους μέχρι σήμερα (είχα μονάχα συναντηθεί μια φορά τυχαία με τον Ρολάν εκτός κινηματογραφικού πλατό), είχα τη βεβαιότητα πως η τριάδα μας θα δούλευε σαν καλοκουρδισμένο ρολόι, και δεν έπεσα έξω. Παρότι οι μέθοδοί μας διαφέρουν αρκετά (ο Ρολάν κι εγώ είμαστε αγχώδεις και προετοιμαζόμαστε εντατικά, ενώ ο Εντί, που είναι πολύ πιο χαλαρός, βασίζεται περισσότερο στο ένστικτό του), το διασκεδάσαμε τρελά. Τόσο ως τριάδα όσο και ο καθένας προσωπικά. Ανακάλυψα μάλιστα ότι δένουμε ιδανικά με τον Εντί, με τον οποίο μοιραζόμουν εξάλλου τις περισσότερες σκηνές, καθώς οι χαρακτήρες μας έτρεχαν πίσω από τον Ρολάν προκειμένου να τον εμποδίσουν να κάνει διάφορες χαζομάρες. Ένιωσα πως συγκροτήσαμε ένα αυθεντικό κινηματογραφικό δίδυμο, ένα ντουέτο σε στιλ Λόρελ και Χάρντι ή Λουί ντε Φινές και Μπουρβίλ. Δεν είχα βιώσει κάτι αντίστοιχο από την εποχή των ταινιών όπου συμπρωταγωνιστούσα στο πλευρό του Ζεράρ Ντεπαρντιέ. Με τον Εντί λειτουργούσαμε ως δίδυμο ακόμη και όταν έσβηναν τα φώτα και οι κάμερες. Με το που εμφανιζόμασταν κάπου μαζί, μαγνητίζαμε αυτομάτως τα βλέμματα, ήταν μια πραγματική, και πάρα πολύ ευχάριστη, έκπληξη.
Το να έχεις ως συμπρωταγωνίστρια την Αλίς Πολ είναι επίσης μια απόλαυση. Πρώτα απ’ όλα, επειδή είναι πάρα πολύ αστεία, πολύ συχνά λέγαμε πως η Αλίς είναι κάτι σαν τον θηλυκό σωσία μου. Πέρα από αστεία, όμως, η Αλίς μπορεί να γίνει και πολύ συγκινητική. Στο κόμικ, ο Πιερό είναι μια αστεία φιγούρα, σχεδόν σαν καρικατούρα. Είναι μύωπας σαν τυφλοπόντικας, φορά χοντρά γυαλιά, το μέτωπό του είναι τεράστιο, ντύνεται όπως να ‘ναι και καπνίζει στριφτά τσιγάρα. Στην πραγματικότητα, δεν χρειάστηκε να υποβάλω τον εαυτό μου σε κάποια ριζική μεταμόρφωση προκειμένου να του μοιάσω. Στην κανονική μου ζωή, δεν είμαι και ο πιο στιλάτος άνδρας, φοράω γυαλιά, ιδίως όταν πηγαίνω στο θέατρο, ενώ, μέχρι να κόψω το κάπνισμα, προτιμούσα κι εγώ τα στριφτά. Πέρα από κάποιες πτυχές του χαρακτήρα, καθώς ο Πιερό είναι πολύ πιο επαναστάτης και στριμμένος σε σχέση με μένα (γέλια), οι δυο μας μοιάζουμε αρκετά.
Ένα ακόμη ευτύχημα σε αυτή την ταινία ήταν το γεγονός ότι είχα την τύχη να δουλέψω υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Κριστόφ Ντυτυρόν. Αν και τον γνωρίζω εδώ και περισσότερα από είκοσι χρόνια, καθώς έχουμε συνεργαστεί σε τρεις θεατρικές παραστάσεις, κατάφερε να με αφήσει έκπληκτο. Παρότι ήταν η πρώτη του ταινία, μας έδωσε την εντύπωση από την πρώτη κιόλας στιγμή πως παίζει τα πάντα στα δάχτυλα, σαν να ήταν κάποιος βετεράνος του σινεμά. Η σκηνοθετική του προσέγγιση μου θύμισε τον Φρανσίς Βεμπέρ και τον Υβ Ρομπέρ, τους οποίους θεωρούσα απλησίαστους μέχρι πρότινος. Είναι επιμελής, σε σημείο εμμονής, στοιχείο που διευκολύνει αφάνταστα έναν ηθοποιό, καθώς είναι ανακουφιστικό να γνωρίζεις προς τα πού βαδίζεις και να μην προχωράς στα τυφλά. Ο Κριστόφ είναι ένας άνθρωπος εξίσου ευχάριστος στην επαφή όσο και ευφυής, προικισμένος και με μια υπέροχη αίσθηση του χιούμορ. Νιώθω πως όλες αυτές οι αρετές του έχουν περάσει και στην ταινία. Είμαι πολύ χαρούμενος που συμμετείχα σε αυτή την ταινία, η οποία είναι συγχρόνως κωμική, ποιητική και προβοκατόρικη, και ο αυτός ο συνδυασμός μου φαίνεται ιδιαίτερα γοητευτικός. Πρόκειται για μια εξαιρετική δουλειά και, πιστέψτε με, δεν είναι κάτι που λέω για κάθε ταινία στην οποία συμμετέχω.
Τα σχέδιά μου; Βραχυπρόθεσμα, η συνέχιση των παραστάσεων του έργου Μικρή ελεγεία της νύχτας, της Ινγκρίντ Αστιέ, ενώ σε βάθος χρόνου, ευελπιστώ τουλάχιστον, να προχωρήσει το σχέδιο για ένα road movie σε σκηνοθεσία του Ολιβιέ Ροζενμπέργκ.
Εντί Μιτσέλ
(Μιμίλ)
Κάθε φορά που με ρωτάει κάποιος γιατί συμμετείχα σε μια ταινία, η απάντησή μου είναι η ίδια: επειδή μου άρεσε πολύ το σενάριο. Στο σινεμά, συμμετέχω μόνο σε ό,τι μου αρέσει. Έχω προσφέρει στον εαυτό μου το προνόμιο της επιλογής. Είμαι καλομαθημένος (γέλια).
Η ιστορία της ταινίας, με τα τρία γεροντάκια που το λέει ακόμη η καρδούλα τους, μια παρέα που βρίσκει τον τρόπο να λειτουργεί, πάρα τους καυγάδες, τις διαφορές στον χαρακτήρα και στις απόψεις, μου φάνηκε συγχρόνως ξεκαρδιστική και τρομερά πρωτότυπη. Ομολογώ πως δεν γνώριζα το κόμικ στο οποίο βασίστηκε η ταινία. Διαβάζοντας όμως το σενάριο, έσπευσα να το αποκτήσω για να δω ποια μορφή είχε δώσει ο σχεδιαστής του κόμικ σε αυτούς τους τρεις τύπους.
Δεν ξέρω γιατί μου πρότειναν τον ρόλο του Μιμίλ, αλλά εντέλει λειτούργησε μια χαρά: τον βρήκα εξαιρετικά αστείο ως χαρακτήρα. Αρχικά εξεπλάγην επειδή ο Μιμίλ είναι εύσωμος και κοντός, επομένως αρκετά διαφορετικός από μένα ως προς την εξωτερική εμφάνιση. Πιο πολύ θα μου ταίριαζε για τον ρόλο του ένας ηθοποιός στην κοψιά του Μπερνάρ Μπλιέ. Όπως και έχει όμως, δεν ήταν δική μου δουλειά το κάστινγκ, η δική μου δουλειά ήταν η χροιά που θα έδινα στον χαρακτήρα του Μιμίλ στην ταινία. Στο κόμικ, ο χαρακτήρας που είχε σχεδιάσει ο σκιτσογράφος Πολ Κοέ, είχε ελάχιστα μαλλιά. Μου ζήτησαν, λοιπόν, να κουρευτώ και κάθε μέρα, μου κολλούσαν τα μαλλιά προς τα πίσω, ώστε να φαίνεται ότι ο χαρακτήρας μου ήταν στα πρώτα στάδια της φαλάκρας. Αν προσθέσουμε και τον χρόνο που έπαιρνε το μακιγιάζ, συνολικά η προετοιμασία πριν το γύρισμα διαρκούσε περίπου δύο ώρες. Σαν να έφταναν όλα αυτά, μου έβαφαν τα μαλλιά κάθε μέρα σε ένα μαύρο κορακί χρώμα, που δεν μου ταιριάζει καθόλου! (γέλια)
Αυτό που με ενδιέφερε, και το αντιμετώπισα ως πρόκληση, ήταν να μεταδώσω στον θεατή την αίσθηση ότι ο Μιμίλ, ένας φαντασμένος και γκρινιάρης γέρος, καμουφλάρει μια βαθιά ανθρωπιά κάτω από αυτό το προσωπείο. Να δείξω δηλαδή πως κάτω από τη μάσκα του παππού που το παίζει τζόβενος, κρύβεται ένας άνθρωπος με μεγάλη καρδιά και ευαισθησία μωρού παιδιού.
Στο πλατό, σχεδόν ανεξήγητα, έβγαλα από το μυαλό μου τον Μιμίλ του κόμικ και ακολουθούσα πιστά τις υποδείξεις του Κριστόφ Ντυτυρόν. Παρότι πρωτάρης στην κινηματογραφική σκηνοθεσία, σας διαβεβαιώ πως κατείχε το αντικείμενο πολύ καλύτερα από ορισμένους κινηματογραφιστές που θεωρούνται καταξιωμένοι. Είναι παθιασμένος με τη δουλειά του και λάτρης της λεπτομέρειας, μια προσέγγιση που ακολουθεί όσον αφορά την καθοδήγηση των ηθοποιών του. Του εύχομαι μια λαμπρή επαγγελματική πορεία, γεμάτη επιτυχίες. Επιπλέον, δεν είχα συνεργαστεί ποτέ ούτε με τον Πιερ Ρισάρ ούτε με τον Ρολάν Ζιρό. Με τον Πιερ δεν είχαμε καν γνωριστεί ποτέ, ενώ τον Ρολάν τον είχα συναντήσει το στο παρελθόν στο σπίτι του διάσημου κωμικού Coluche, όταν γεννήθηκαν τα Restos du Coeur (σημ: «Εστιατόρια της καρδιάς» σε κατά λέξη μετάφραση, πρόκειται για μη κερδοσκοπική εταιρία που ιδρύθηκε το 1985 από τον Γάλλο κωμικό Coluche, με σκοπό την προσφορά δωρεάν γευμάτων σε άπορους πολίτες). Η συνεργασία με αμφότερους ήταν κάτι περισσότερο από ευχάριστη.
Πρώτα απ’ όλα, επειδή κανένας από εμάς, δεν έχει ζητήματα εγωπάθειας. Επιπλέον, επειδή τόσο ο Πιερ όσο και ο Ρολάν, όπως κι εγώ θέλω να πιστεύω, είναι επαγγελματίες που γνωρίζουν πολύ καλά το αντικείμενό τους. Τέλος, και οι τρεις μας είμαστε άνθρωποι που απολαμβάνουμε τη ζωή. Γενικότερα, ως τριάδα, ταιριάξαμε απόλυτα, ενώ είχαμε παράλληλα την τύχη να έρθουμε σε επαφή με τη γοητεία, το ταλέντο και την ευγένεια της Αλίς Πολ.
Δεν είμαι άνθρωπος που αρέσκεται στα κομπλιμέντα, αλλά ειλικρινά αυτή η ταινία ήταν μια πανέμορφη εμπειρία. Μια ιστορία φιλίας, γεμάτη χιούμορ, μπρίο, ανθρωπιά, η οποία εκτυλίσσεται στην επαρχία και στον δρόμο, μακριά από την υποκρισία και τον καθωσπρεπισμό που βλέπει κανείς στο Παρίσι. Δεν συναντά κανείς αυτά τα στοιχεία πολύ συχνά σε μια ταινία στις μέρες μας! Προς το παρόν, δεν έχω άλλα κινηματογραφικά σχέδια. Θα κάνω διακοπές!
Ρολάν Ζιρό
(Αντουάν)
Παρά τις προτροπές πολλών φίλων, δεν είχα διαβάσει το κόμικ. Δεν είμαι λάτρης των κόμικ ούτως ή άλλως, οφείλω να ομολογήσω. Όταν πήρα λοιπόν το σενάριο στα χέρια μου, δεν ήξερα τι θα διάβαζα. Ήδη από την πρώτη ανάγνωση, ενθουσιάστηκα. Πώς να αντισταθείς άλλωστε σε αυτούς τους τρεις παλιόφιλους, γκρινιάρηδες και φανφαρόνους, που πετάνε τη σκούφια τους για περιπέτειες αλλά τους αρέσει και η ρουτίνα, που βρίσκονται σε πλήρη αποσύνδεση από την τωρινή εποχή; Ο ενθουσιασμός μου ήταν ακόμη πιο έντονος όταν διαπίστωσα πως η ιστορία εκτυλίσσεται στα νοτιοδυτικά της Γαλλίας, στην περιοχή όπου πέρασα τα παιδικά μου χρόνια, ενώ κάποιες σκηνές ήταν προγραμματισμένες να γυριστούν στο Μοντομπάν, στην κλινική που ίδρυσε ο αδερφός μου!
Σαν κερασάκι στην τούρτα ήρθαν οι θεσπέσιοι διάλογοι, αλλά και το γεγονός ότι θα δούλευα στο πλευρό των Πιερ Ρισάρ και Εντί Μιτσέλ. Δεν είχα συνεργαστεί ποτέ στο παρελθόν μαζί τους, αλλά αν πιστέψουμε το παλιό ρητό, σύμφωνα με το οποίο οι φίλοι των φίλων σου είναι και δικοί σου φίλοι, είχα το προαίσθημα ότι τα γυρίσματα θα ήταν μια σκέτη απόλαυση.
Έσπευσα λοιπόν να διαβάσω το κόμικ για να πάρω μια γεύση από τον Αντουάν και να καταλάβω αν εμείς οι δυο θα μπορούσαμε να τα βρούμε (γέλια). Κατάλαβα με τη μία πως όλα θα πάνε καλά! Στο θέμα του χαρακτήρα, είχαμε πολλά κοινά σημεία: είναι σπαστικός, είναι στην τσίτα, έχει εκρήξεις θυμού, είναι παλιοχαρακτήρας ανά στιγμές, αλλά κατά βάθος είναι μια πολύ ευγενική ψυχή. Είναι ένας υπερευαίσθητος άνθρωπος που έχει γραπωθεί από τις αξίες της νιότης του. Οι προσωπικότητές μας εφάπτονταν σε πολλά σημεία. Το μόνο που έμενε ήταν να πετύχουμε και μια φυσική ομοιότητα. Είχαμε περίπου την ίδια κορμοστασιά, όχι όμως και τα ίδια μαλλιά. Μου ζήτησαν λοιπόν να τα βάψω λευκά, μια κίνηση που δεν εκτίμησαν ιδιαίτερα τα μαλλιά μου, τα μισά εκ των οποίων τράπηκαν σε άτακτη φυγή. Έχω ακόμη την ελπίδα ότι θα ξαναφυτρώσουν. Ό,τι έγινε, έγινε όμως, πάει και τελείωσε. Ήταν υπέροχο να υποδύομαι τον Αντουάν.
Η συνεργασία με τον Πιερ και τον Εντί ήταν απόλαυση. Ο καθένας ήταν επιεικής απέναντι στα χούγια των άλλων: για τον Πιερ είναι το τηλέφωνό του, για τον Εντί είναι να νιώθει όσο πιο άνετα γίνεται, για μένα είναι τα μικρά σημειωματάκια που με βοηθούν να απομνημονεύω. Από την πρώτη στιγμή τα βρήκαμε μεταξύ μας, παρότι οι μεθόδους που χρησιμοποιεί ο καθένας στη δουλειά του είναι πολύ διαφορετικές. Προσωπικά μιλώντας, στο πλατό δεν μου βγαίνει να είμαι ιδιαίτερα γελαστός, έχω μια πολύ αυστηρή όψη, διότι έχω ανάγκη από απόλυτη συγκέντρωση. Ο Πιερ, που έχει, σαν και μένα, θεατρικές καταβολές, είναι κι αυτός πολύ σχολαστικός, αλλά επειδή συγχρόνως κρύβει κι έναν γελωτοποιό μέσα του, δείχνει πολύ πιο άνετος από μένα. Όσο για τον Εντί, δεν χάνει ποτέ τη χαλαρή του διάθεση, για την οποία τον ζηλεύαμε τόσο εγώ όσο και ο Πιερ. Είναι αρχοντικός!
Όταν υπάρχει αμοιβαία εμπιστοσύνη και αλληλοσεβασμός, η υποκριτική μοιάζει ονειρεμένη. Οφείλω επίσης να επισημάνω ότι είχαμε την τύχη να συνεργαστούμε με έναν καταπληκτικό σκηνοθέτη, λεπτολόγο και ευχάριστο την ίδια ακριβώς στιγμή, ο οποίος ήξερε ανά πάσα στιγμή τι ακριβώς ζητά, χωρίς όμως να μας περιορίζει δημιουργικά. Επιπλέον, είχαμε και μια ονειρεμένη συμπρωταγωνίστρια, την Αλίς Πολ, ένα αστέρι της υποκριτικής, πλήρως συνεργάσιμη αλλά και απίστευτα ικανή. Υποδυόταν δύο ρόλους, τόσο την εγγονή μου όσο και τη γυναίκα μου, μια όχι και τόσο εύκολη αποστολή στην οποία τα κατάφερε εξαιρετικά.
Αν εξαιρέσουμε το πολύ πρωινό ξύπνημα, κατά τις 06.30 σε καθημερινή βάση, κάτι πολύ δύσκολο για ανθρώπους του θεάτρου όπως του λόγου μου, που σηκώνονται σπανίως από το κρεβάτι πριν τις 10 το πρωί, καθώς και μερικές δύσκολες σκηνές, όπως εκείνη στην οποία έπρεπε να τρέξουμε πολύ γρήγορα, το γύρισμα ήταν ένα όμορφο διάλειμμα από την καθημερινότητα. Βλέποντας αυτή την ταινία, που συνδυάζει ρομαντισμό, ποίηση, μπρίο και χιούμορ, με όλα αυτά τα στοιχεία να διανθίζονται από μια γλωσσική γοητεία παλαιάς κοπής, τολμώ να πω ότι είμαι πολύ χαρούμενος που υπήρξα κομμάτι της.
ΤΟ ΚΟΜΙΚ - ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ
Ποιος είπε ότι τα γηρατειά μοιάζουν με ναυάγιο; Όποιος κι αν ήταν, σίγουρα δεν έχει διαβάσει το κόμικ ούτε έχει συναντήσει τον Αντουάν, τον Μιμίλ και τον Πιερό, τους ήρωες αυτής της ξέφρενης σειράς κόμικ, σε σενάριο του Βιλφρίντ Λουπανό και σχέδιο του Πολ Κοέ. Διότι αν τους είχε γνωρίσει, θα είχε νιώσει πως τα γηρατειά είναι μια μεγάλη γιορτή. Ή μάλλον, κάτι ακόμη καλύτερο: είναι σαν ένα πυροτέχνημα, ένα γκραν φινάλε που δεν λέει να τελειώσει, μια δεύτερη νιότη, ένα ελιξίριο αιώνιας ζωής. Τα γηρατειά είναι το κόλπο το οποίο έστησαν για να ξεγελάσουν τον θάνατο και μιας που το έστησαν, είπαν να βγάλουν την ψυχή και σε όλο τον κόσμο! Μέσος όρος βιολογικής ηλικίας: μεταξύ 70 και 80 ετών. Μέσος όρος πνευματικής ηλικίας: πολύ πολύ χαμηλότερος... Στη ζωή, υπάρχουν αυτοί που γερνάνε πριν την ώρα τους και αυτοί που ξανανιώνουν χρόνο με τον χρόνο. Οι τρεις ήρωές μας (αν και η λέξη θα τους έκανε να βάλουν τα γέλια) ανήκουν σίγουρα στη δεύτερη κατηγορία.
Μια επική ιστορία δεύτερης νιότης
Για όσους δεν έχουν διαβάσει αυτή την επική ιστορία δεύτερης νιότης, ας υπενθυμίσουμε ότι όλα ξεκινούν τη μέρα όπου η Λουσέτ, σύζυγος του Αντουάν, αποχαιρετά απροειδοποίητα τα εγκόσμια. To oδυνηρό αυτό γεγονός θα σημάνει συναγερμό στο σπιτικό του Πιερό, ο οποίος φορά στα πεταχτά το πιο καλό του κουστούμι (τέλος πάντων, το μόνο που έχει), βγάζει από τη ναφθαλίνη τo παλιό του σαραβαλάκι (μια οικολογική λαίλαπα με ρόδες) και παίρνει σηκωτό τον Μιμίλ από τον οίκο ευγηρίας όπου φιλοξενείται. Εξυπακούεται πως οι δύο φίλοι δεν θα προλάβουν την τελετή αποτέφρωσης. Ο Πιερό τα ρίχνει στο χαλασμένο αυτοκίνητο και είναι, όπως πάντα, αθυρόστομος και εξυπνάκιας, ρωτώντας αν «παίζει κανένα γκομενάκι»... Στη συνέχεια, τα πάντα κυλούν όπως αναμένεται σε συνευρέσεις που προκύπτουν από τέτοιες περιστάσεις. Λίγη κουβεντούλα, ένα ποτηράκι αλκοόλ, αναμνήσεις από την εκλιπούσα, ίσως και λίγα γέλια (χρειάζονται κι αυτά), τακτοποίηση εκκρεμοτήτων με αυτούς που έχουν μείνει πίσω. Η ζωή είναι έτοιμη να επιστρέψει στους κανονικούς της ράθυμους ρυθμούς, κινούμενη ανάμεσα στη νοσταλγία των παλιών καλών καιρών και τις αναμνήσεις της νεανικής ξεγνοιασιάς. Μόνο που ο Αντουάν, μετά από μια συνάντηση με τον συμβολαιογράφο, αρχίζει ξαφνικά να βγάζει καπνούς από τα αυτιά και, χωρίς να πει κουβέντα, ορμά στο αμάξι του, με μόνες αποσκευές ένα τουφέκι και τη ζοχάδα ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του.
Ακόμη και να το θέλαμε, είναι αδύνατον να προσπεράσουμε την τεράστια επιτυχία που γνώρισε με το σπαθί της η συγκεκριμένη σειρά κόμικ, η οποία έχει πουλήσει πάνω από 1,2 εκατομμύριο αντίτυπα, συλλέγοντας κάθε είδους βραβείου που υπάρχει, το ένα πίσω από το άλλο. Ένα κόμικ στο οποίο το σενάριο και το σχέδιο κονταροχτυπιούνται για το ποιο από τα δύο είναι προικισμένο με το μεγαλύτερο ταλέντο και τη μεγαλύτερη πρωτοτυπία. Υποδειγματική πλοκή, διάλογοι εντυπωσιακής κομψότητας, γεμάτοι χιούμορ που δεν εκπίπτει ποτέ σε ευκολίες, χαρακτήρες που αγκυροβολούν στην καρδιά και στο μυαλό, κι όλα αυτά δοσμένα σε ένα σχέδιο απαράμιλλης ακρίβειας, όπου συνυπάρχουν η υφολογική λεπτομέρεια, η σκηνογραφική φαντασία και ένα χιούμορ μεταδοτικό.
Γηριατρικές απόπειρες
Οι Λουπανό και Κοέ, όμως, δεν αρκούνται σε μια δημιουργία ξεκαρδιστική, χαριτωμένη και πρωτότυπη: μέσα από το πάθος με το οποίο έχουν εμποτίσει αυτά τα τρία αξιολάτρευτα γερόντια, αφήνουν το δικό τους σχόλιο για το πού βαδίζει ο σύγχρονος κόσμος (ένας κόσμος που μάλλον αρμενίζει στραβά) και υπερασπίζονται τις ιδέες που μιλούν στην καρδιά τους, υπενθυμίζοντας στον αναγνώστη ότι μπορούμε να είμαστε αστείοι μιλώντας για πολύ σοβαρά πράγματα ή και το αντίστροφο. Κι όταν έρθει η κρίσιμη στιγμή να θυμηθούν τα επαναστατικά τους νιάτα, όσο χρόνια κι αν έχουν περάσει, ο Αντουάν (πρώην μάχιμος συνδικαλιστής όταν εργαζόταν για λογαριασμό του αιώνιου εχθρού του, Αρμάν Γκαράν-Σερβιέ) και ο Πιερό (αμετανόητος παλιός αναρχικός) θα δηλώσουν παρόντες. Κάπου ανάμεσα στις «γηριατρικές απόπειρες», την προσπάθεια να μπλοκάρουν την πόρτα ενός τραπεζικού υποκαταστήματος χρησιμοποιώντας μονάχα ένα σπίρτο και τα happenings που οργανώνει ο φίλος τους Ζαν-Τσι (πόσο ταιριαστή ονοματοδοσία), οι τρεις φίλοι βρίσκουν πάντα τον τρόπο να κάνουν αυτό που πρέπει. Στο κόμικ αυτό, είναι η σημερινή κοινωνία που ανατέμνεται, καθώς ακροβατεί ανάμεσα σε νέες ουτοπίες και διαχρονικές μάστιγες, βιώνοντας διαρκείς μάχες: το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης ενάντια στη λαίλαπα της νεο-αποικιοκρατίας, οι «ζώνες προς υπεράσπιση» (σημ: γαλλικός νεολογισμός που έχει καθιερωθεί και στην ελληνική γλώσσα, που αναφέρεται σε μαχητικές καταλήψεις που στοχεύουν στην παρεμπόδιση κάποιου αναπτυξιακού έργου με βλαπτικές συνέπειες για το περιβάλλον) απέναντι στις πολυεθνικές των φυτοφαρμάκων. Ρίχνοντας παράλληλα και μια μπηχτή για τη σύγχρονη τάση του μάρκετινγκ να βρίσκει τα πιο ευφάνταστα ονόματα για τα πιο απλά και πατροπαράδοτα προϊόντα.
Υπάρχει ακόμη λάδι σε αυτά τα γέρικα καντήλια!
Απολογισμός των πρώτων τεσσάρων άλμπουμ: χιούμορ, πολιτική στράτευση (όχι, δεν είναι μειωτικός χαρακτηρισμός) και μια ισχυρή δόση τρυφερότητας. Η λίστα, όμως, δεν τελειώνει εκεί: για διηθηθείς μια όμορφη ιστορία, πρέπει να γνωρίζεις κιόλας πώς να γαργαλάς το συναίσθημα του αναγνώστη χωρίς να το εκμαιεύεις. Μια διαδικασία στην οποία οι δύο δημιουργοί παίρνουν άριστα. Διότι και αυτοί οι τρεις παλιόφιλοι, που ανεμίζουν ακόμη την παντιέρα της επανάστασης και της ηθικής ακεραιότητας, δεν έχουν σταθεί πάντα στο ύψος των ιδανικών τους, όπως αποκαλύπτει η Σοφί, η εγγονή του Αντουάν, σε μια κομβική στιγμή του τρίτου άλμπουμ. «Έχω νιώσει και στο παρελθόν το συναίσθημα της ντροπής, σαν ένας ερασιτέχνης του σπορ, τις τελευταίες δυο μέρες όμως, νιώθω μπαρουτοκαπνισμένος επαγγελματίας του χώρου», εξομολογείται ο Πιερό στον Αντουάν. «Κι εγώ, μια από τα ίδια», του απαντά εκείνος. Οι άνθρωποι, συχνά-πυκνά, βρίθουν από αντιφάσεις. Αυτές οι αντιφάσεις είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής. Και το πάθος για τη ζωή, είναι αυτό που ορίζει σε τελική ανάλυση την ιστορία του καθενός μας: ας το στραγγίξουμε μέχρι να μην μείνει σταγόνα. Όπως θα έλεγε και ο Πιερό: «υπάρχει ακόμη λάδι σε αυτό το γέρικο καντήλι!».
Άλμπουμ 1ο: Ceux qui restent (Απρίλιος 2014)
Άλμπουμ 2ο: Bonnie and Pierrot (ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣΑΣ ΟΛ ΚΟΕδια ο Αντουτικοχωρυ Οκτώβριος 2014)
Άλμπουμ 3ο: Celui qui part (Νοέμβριος 2015)
Άλμπουμ 4ο: La Magicienne (Νοέμβριος 2017)
Άλμπουμ 5ο: Bons pour l’asile (Νοέμβριος 2018)
PIERROT PIERRE RICHARD
EMILE EDDY MITCHELL
ANTOINE ROLAND GIRAUD
SOPHIE/LUCETTE ALICE POL
GARAN SERVIER HENRI GUYBET
BERTHE MYRIAM BOYER
MARIE-AMELIE MELIANE MARCAGGI
CAPUCINE REBECCA AZAN
ALEXANDRE ALAIN DUMAS
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ CHRISTOPHE DUTHURON
ΒΑΣΙΣΜΕΝΗ ΣΤΟ ΚΟΜΙΚ ΤΩΝ WILFRID LUPANO – PAUL CAUUET
ΣΕΝΑΡΙΟ WILFRID LUPANO
ΠΑΡΑΓΩΓΗ CLÉMENT MISEREZ
MATTHIEU WARTER
SOPHIE TEPPER
ΠΡΩΤΟΤΥΠΗ ΜΟΥΣΙΚΗ CHRISTOPHE DUTHURON
YANNICK HUGNET
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ LAURENT MACHUEL – AFC
ΜΟΝΤΑΖ JEANNE KEF
ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ DAVID GIORDANO
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ANTONIO RODRIGUES
ΣΚΗΝΙΚΑ SEBASTIAN BIRCHLER
ΚΟΥΣΤΟΥΜΙΑ ADÉLAÏDE GOSSELIN
ΗΧΟΣ ANTOINE DEFLANDRE
VINCENT MONTROBERT
ET OLIVIER DÔ HÙU
ΜΙΑ ΣΥΜΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΩΝ RADAR FILMS
ÉGÉRIE PRODUCTIONS
GAUMONT
FRANCE 3 CINÉMA
DARGAUD MÉDIA
ΜΕ ΤΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ CANAL+
CINÉ+
ET FRANCE TÉLÉVISIONS
ΣΕ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ CINECAP
ΜΕ ΤΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ ENTOURAGE PICTURES
ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ LA RÉGION OCCITANIE ET
DU CENTRE NATIONAL DU CINÉMA ET DE L’IMAGE ANIMÉE
© Radar Films – Égérie Productions – Gaumont – France 3 Cinéma – Dargaud Média
© Φωτογραφίες: Eric Travers
Εικονογραφήσεις © Lupano – Cauuet / Dargaud Benelux
Εικόνα: Scope
Ήχος: Dolby 5.1
Διάρκεια: 1h29